συνάντημα

συνάντημα
το , συνάντηση (-ις (-εως)] η встреча (в рази, знач ); слёт;

τυχαία (βραχεία, ευτυχής) συνάντηση — случайная (короткая, счастливая) встреча;

έχω συνάντηση — у меня деловое свидание;

ποδοσφαιρική συνάντηση — футбольная встреча


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συνάντημα" в других словарях:

  • συνάντημα — incident neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάντημα — το, ΝΜΑ [συναντῶ] τυχαίο συμβάν, σύμπτωση νεοελλ. συνάντηση, συναπάντημα μσν. αρχ. (για νόσο ή επιδημία) αιφνίδια επίπτωση, αιφνίδια προσβολή αρχ. επιβεβαίωση, επικύρωση …   Dictionary of Greek

  • συναντημάτων — συνάντημα incident neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναντήμασι — συνάντημα incident neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναντήμασιν — συνάντημα incident neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναντήματα — συνάντημα incident neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναντήματι — συνάντημα incident neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναντήματος — συνάντημα incident neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάντισμα — ίσματος, τὸ, Α [συναντίζω] συνάντημα …   Dictionary of Greek

  • συναντηματικόν — τὸ, Μ [συνάντημα, ατος] φρ. «συναντηματικὸν βιβλίον» βιβλίο στο οποίο ερμηνεύονται διάφορα τυχαία γεγονότα …   Dictionary of Greek

  • ԴԻՊՈՒԱԾ — (ոյ, ոց.) NBH 1 0626 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 10c, 12c, 14c գ. συνάντημα, τύχη casus, eventus Դէպք. անցք. պատահումն. պատահար. *Մի դիպուած է յամենեսեան ի նոսա: Որպէս դիպուած (կամ պատահար) է անմտին, եւ ինձ դիպեսցի. Ժող. ՟Բ. 14.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»